- ευρύβατος
- εὐρύβατος, -ον (Α)1. αυτός που κάνει μεγάλα βήματα2. ευρύχωρος, εκτεταμένος3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Εὐρύβατοςα) διάσημος απατεώνας τού οποίου το όνομα κατέστη παροιμιώδεςβ) ο προδότης τού Κροίσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + βατός (< βαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.