ευρύβατος

ευρύβατος
εὐρύβατος, -ον (Α)
1. αυτός που κάνει μεγάλα βήματα
2. ευρύχωρος, εκτεταμένος
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Εὐρύβατος
α) διάσημος απατεώνας τού οποίου το όνομα κατέστη παροιμιώδες
β) ο προδότης τού Κροίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + βατός (< βαίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Εὐρύβατος — wide stepping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύβατος — wide stepping masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρύβατος ή Ευρυβάτης — (6ος αι. π.Χ.). Περιώνυμος απατεώνας της αρχαιότητας. Στα αρχαία συγγράμματα συγκρίνεται με άλλους ονομαστούς απατεώνες όπως τον Ώλο, τον Σώστρατο και τον Δημοκλείδη. Καταγόταν από την Έφεσο ή την Αίγινα. Ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας τον έστειλε …   Dictionary of Greek

  • εὐρύβατον — εὐρύβατος wide stepping masc/fem acc sg εὐρύβατος wide stepping neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρυβάτοιο — Εὐρύβατος wide stepping masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβάτοιο — εὐρύβατος wide stepping masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρυβάτοις — Εὐρύβατος wide stepping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβάτοις — εὐρύβατος wide stepping masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρυβάτοισι — Εὐρύβατος wide stepping masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβάτοισι — εὐρύβατος wide stepping masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”